Η όρος θρησκειολογία αναφέρεται συνήθως στη μελέτη της θρησκείας από κοσμικής άποψης. Η συγκεκριμένη προσέγγιση πρόβαλε κατά τον 19ο αιώνα ως προσπάθεια ορθολογιστικής και συχνά νατουραλιστικής (μη υπερφυσικής) ερμηνείας της θρησκείας και σήμανε την απαρχή μιας μη θεολογικής ακαδημαϊκής μελέτης του θρησκευτικού φαινομένου. Οι θρησκειολόγοι προσπαθούν εν γένει να κατανοήσουν μια θρησκεία εκ των έξω, όχι ως πιστοί, αλλά από την ιστορική, κοινωνιολογική, ή ανθρωπολογική οπτική της. Ωστόσο, ενίοτε ό όρος θρησκειολογία χρησιμοποιείται υπό την ευρεία έννοιά του, περιλαμβάνοντας τόσο τις κοσμικές όσο και τις θεολογικές προσεγγίσεις της θρησκείας. Ως εκ τούτου ορισμένοι ακαδημαϊκοί χρησιμοποιούν τον όρο 'επιστήμη της θρησκείας' ή τον γερμανικό αντίστοιχο 'religionwissenschaft' για να περιγράψουν με μεγαλύτερη ακρίβεια τη μη θεολογική, κοσμική μελέτη των θρησκειών. Προχωρούν μάλιστα και σε περαιτέρω διάκριση μεταξύ 'ιστορίας των θρησκειών' και 'συγκριτικής θρησκειολογίας'. Η ιστορία των θρησκειών τείνει να εστιάζεται σε διακριτές θρησκείες και τις διερευνά στο ατομικό ιστορικό, πολιτισμικό και γεωγραφικό τους εννοιολογικό πλαίσιο. Η συγκριτική θρησκειολογία διερευνά τις θρησκευτικές και διαφορές ανάμεσα σε θρησκείες και εποχές. (Βικιπαίδεια)