Η έννοια της εκκλησιαστικής καθολικότητας μπορεί να ερμηνευτεί με δύο τρόπους: τοπικά-γεωγραφικά και τροπικά. Με την τοπική έννοια, σημαίνει την Εκκλησία που τείνει να περιλάβει στους κόλπους της ολόκληρο τον κόσμο, όλους τους λαούς της γης, κατά το"πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα κηρύξατε το ευαγγέλιον πάση τη κτίσει"
Μέ την τροπική έννοια, σημαίνει την Εκκλησία που αποτελεί ένα ενιαίο όλο, χωρίς τοπικούς, χρονικούς ή ποσοτικούς-αριθμητικούς περιορισμούς, η οποία περιλαμβάνει στους κόλπους της όλους εκείνους που ανήκαν, ανήκουν και θα ανήκουν στο μυστικό σώμα του Χριστού "ζώντας τε και τεθνεώτας", τους"πανταχού της οικουμένης πιστούς", όλων των αιώνων, είτε ζώντες είτε και"προ της του Χριστού παρουσίας ευηρεστηκότες" και "προαπελθόντες εν πίστει εκ της επιγείου εις την ουράνιον Εκκλησίαν".
Η Εκκλησία μπορεί να υπάρχει και να είναιΚαθολική ακόμη και στα πλαίσια μιας τοπικής Εκκλησίας (Ελλάδας, Ρωσίας κ.λπ.), αρκεί να υπάρχουν σ' αυτήν τα στοιχεία που κάνουν την εκκλησία Μία. Αυτή την ιδιότητα της καθολικότητας, κατανοούσε η Εκκλησία ήδη από τα αρχαία χρόνια. Όπως μαρτυρεί ο Ιγνάτιος Αντιοχείας,"όπου αν ή Χριστός Ιησούς, εκεί η καθολική Εκκλησία". Είναι προφανές ότι, η έννοια της καθολικότητας, όπως και αυτή της Ενότητας, εκφράζει την ταυτότητα και την ορθοδοξία της Εκκλησίας, αποκλείοντας όλα εκείνα τα στοιχεία (αίρεση, σχίσμα) που νοθεύουν την αδιαίρετη ουσία της. Κατά συνέπεια, η καθολική εκκλησία είναι μόνο μία, εκείνη που έμεινε πιστή στην δογματική καθαρότητα, στην βιβλική και παραδοσιακή θεμελίωση, στην ορθή σωτηριολογία, και διατήρησε ανόθευτα τη θεολογία, την ευσέβεια και τα μυστήρια. (ΟρθόδοξοWiki)